πειθώ

πειθώ
πειθώ, οῦς, ἡ the gift or art of persuasion, persuasiveness (cp. πειθός; Aeschyl., Thu. et al.; Ps.-Phoc. 78; Philo; Jos., Bell. 2, 8, C. Ap. 2, 186; 223; Just., A I, 53, 12, D. 53, 6; Jos.) ἐν πειθοῖ ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις (others λογῶν,-γοῦ, which is somet. lacking; s. JWeiss ad loc.) with the persuasiveness of wisdom 1 Cor 2:4 v.l. (s. πειθός. On the ‘persuasive power’ of words cp. Περὶ ὕψους 17, 1 πειθὼ τῶν λόγων; Philo, Virt. 217 τοῖς λόγοις πειθώ; Jos., Ant. 2, 272).—DELG s.v. πείθομαι B. M-M. s.v. πειθός. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθῶ — Πειθώ Persuasion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πειθώ Persuasion fem acc sg πειθός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — persuade pres subj act 1st sg πείθω persuade pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — πείθω, έπεισα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Πειθώ — Persuasion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθώ — Persuasion fem nom sg πειθός masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πειθώ — η η πειστική δύναμη του λόγου: Η καλύτερη συμφωνία γίνεται με την πειθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πείθω — έπεισα, πείστηκα, πεπεισμένος, κάνω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου: Κατόρθωσα να πείσω τους γονείς μου να με στείλουν στην εκδρομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειθῷ — πειθός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”